Υπήρχαν εμπόδια και μόλις αυτά μετακινήθηκαν, εμφανίστηκε το νερό. Δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί νερό μέσα στο πηγάδι. Το νερό βρισκόταν ήδη εκεί, απλώς έπρεπε να απομακρυνθούν τα εμπόδια.

Οι πηγές της είναι κρυμμένες μέσα μας, πρέπει απλώς να απομακρυνθούν με το σκάψιμο τα εμπόδια που βρίσκονται ανάμεσα — οι πέτρες και το χώμα. Τότε θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι πηγές της γνώσης.

Εκτός από πηγάδι όμως, μπορεί κανείς να φτιάξει και δεξαμενή. Το να φτιαχτεί μια δεξαμενή είναι κάτι διαφορετικό. Δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε τη φυσική πηγή του νερού, για να φτιάξουμε μια δεξαμενή. Ο τρόπος για να φτιαχτεί μια δεξαμενή είναι εντελώς αντίθετος από αυτόν που φτιάχνεται ένα πηγάδι.

Για να φτιάξεις μια δεξαμενή, δεν χρειάζεται να σκάψεις και να βγάλεις έξω τις πέτρες και το χώμα. Πρέπει να φέρεις πέτρες και χώμα από κάπου αλλού και να φτιάξεις ένα τοίχο. Κι όταν φτιαχτεί ο τοίχος, το νερό δεν έρχεται από μόνο του. Πρέπει να το φέρεις από τα πηγάδια των ανθρώπων και να το βάλεις μέσα στη δεξαμενή.

Μπορεί να βλέπεις το νερό μέσα στη δεξαμενή και να το βλέπεις και μέσα στο πηγάδι, η διαφορά όμως ανάμεσα στη δεξαμενή και το πηγάδι είναι όση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Η πρώτη διαφορά είναι ότι η δεξαμενή δεν έχει δικό της νερό.
Ότι βρίσκεται μέσα στη δεξαμενή είναι δανεικό. Σύντομα μουχλιάζει και λιμνάζει, επειδή αυτό που είναι δανεικό, δεν είναι ζωντανό, είναι νεκρό. Το νερό που στέκεται μέσα στη δεξαμενή λιμνάζει, σαπίζει και σύντομα θα αρχίσει να βρομάει.

Το πηγάδι όμως έχει τη δική του πηγή νερού. Το νερό δεν μουχλιάζει ποτέ. Το πηγάδι έχει τη δική του πηγή ροής.
Με τη δεξαμενή και το πηγάδι συμβαίνουν δύο διαφορετικές διαδικασίες. Η δεξαμενή φοβάται ότι κάποιος θα της πάρει το νερό, επειδή αν φύγει το νερό, η δεξαμενή αδειάζει. Το πηγάδι όμως θέλει κάποιον να του πάρει το νερό του, ώστε να μπορεί να γεμίσει με πιο φρέσκο και ζωντανό νερό.

Το πηγάδι φωνάζει: «Πάρε το νερό μου! Θέλω να το μοιραστώ!» Η δεξαμενή φωνάζει: «Μην πλησιάζεις! Μην αγγίζεις το νερό μου! Μη μου παίρνεις το νερό μου!» Η δεξαμενή θέλει κάποιον που έχει νερό να της το φέρνει, να το χύνει μέσα της και να τη γεμίζει, ώστε να μπορεί να μεγαλώνει η περιουσία της.

Αν όμως κάποιος έχει έναν κουβά, το πηγάδι θέλει αυτόν τον άνθρωπο να πάρει από το νερό του, ώστε να μπορέσει να ξεφορτωθεί το παλιό νερό και να βγάλει καινούργιο. Το πηγάδι θέλει να μοιράζεται, η δεξαμενή θέλει να συσσωρεύει. Το πηγάδι έχει ρυάκια, που συνδέονται με τον ωκεανό.
Το πηγάδι μπορεί να φαίνεται μικρό, στο βάθος όμως συνδέεται με το άπειρο.
Όσο μεγάλη όμως κι αν φαίνεται μια δεξαμενή, δεν συνδέεται με κανέναν. Τελειώνει και κλείνει στον εαυτό της. Δεν έχει κανένα ρυάκι. Δεν έχει κανένα τρόπο να συνδεθεί με το άπειρο.

Ο νους του ανθρώπου μπορεί να γίνει είτε πηγάδι είτε δεξαμενή. Αυτές είναι οι δύο πιθανότητες για το νου του ανθρώπου. Και ο άνθρωπος που ο νους του γίνεται δεξαμενή, σιγά- σιγά θα τρελαθεί.
Όλων μας ο νους έχει γίνει δεξαμενή. Δεν έχουμε φτιάξει πηγάδια, έχουμε φτιάξει δεξαμενές.

Μαζεύουμε πράγματα από όλο τον κόσμο, από βιβλία, από ιερά κείμενα, από διδασκαλίες, τα μαζεύουμε όλα αυτά και νομίζουμε πως έχουμε γίνει γνώστες.

Κάνουμε το ίδιο λάθος που κάνει και η δεξαμενή. Η δεξαμενή νομίζει πως είναι πηγάδι, επειδή και στα δύο μπορείς να δεις νερό μέσα τους.

Μπορείς να βρεις γνώση σε ένα διανοούμενο και σε ένα συνειδητό άνθρωπο. Ο διανοούμενος όμως είναι δεξαμενή και ο συνειδητός άνθρωπος είναι πηγάδι. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δύο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θεμελιώδης και βαθιά είναι αυτή η διαφορά. Η γνώση του διανοούμενου είναι δανεική, σάπια, μουχλιασμένη.

Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό…