Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Η βιβλική θεμελίωση της σύστασης του ανθρωπίνου γένους

Οι όροι που χρησιμοποιεί η Βίβλος έχουν τα ίχνη διαφορετικών εποχών και δομών. Λείπει συνεπώς η ακρίβεια στο "τεχνικό" λεξιλόγιό μας και είναι κάποτε αναπόφευκτη μια φαινομενική σύγχυση όταν περνούμε από το ένα βιβλίο στο άλλο ή ακόμη και από την μία Διαθήκη στην άλλη.

Για να εννοήσουμε την βιβλική ανθρωπολογία, πρέπει να αποκλείσουμε ευθύς εξ' αρχής τον κλασσικό ελληνικό δυϊσμό ψυχής και σώματος ώς δύο ουσιών, που αντιμάχονται η μία την άλλη, το σώμα, ώς τάφο της ψυχής.

Η Βίβλος θέτει μια ολότελα διαφορετική προοπτική τη σύγκρουση που κλείνει μέσα του κάθε ανθρώπινο όν: αντιτάσσεται η σκέψη του Δημιουργού  και οι επιθυμίες του προς τις επιθυμίες του κτίσματος, η αγιότητα προς την κατάσταση της αμαρτίας, ο κανόνας προς την παράβαση, η ελευθερία προς την αναγκαιότητα.

Ο όρος "σάρξ" σημαίνει σύνολο, σύμπλεγμα, σάρκα ζωντανή. Ο άνθρωπος βγαίνει από τα χέρια του Θεού "ψυχή ζώσα", δεν έχει ψυχή, αλλά είναι ψυχή, είναι σώμα. Είναι nephesh, "ψυχή" κατά το ειδικό νόημα που έχει αυτή η λέξη στη Βίβλο. Άν η ψυχή χαθεί, δεν απομένει το σώμα, αλλά η τέφρα του κόσμου. Ο "χούς" επιστρέφει "εις χούν".

Ό,τι πλάστηκε είναι "καλόν λίαν", το κακό δεν βρίσκεται στην σύσταση του πλάσματος, η πηγή του είναι ξένη προς το όν, που είναι εξαρχής "καλόν". Και το κακό δεν έρχεται από κάτω, από το σώμα, αλλά από πάνω από το πνεύμα. Η αρχή του βρίσκεται στον κόσμο των αγγέλων και, ύστερα, στην εκλογή του ανθρωπίνου πνεύματος. Μόνο κατά δεύτερο λόγο το κακό εισδύει και εγκαθίσταται μέσα στις "ρωγμές" του όντος, που η ακεραιότητά του θρυμματίστηκε και διαστράφηκε η ιεραρχική δομή του. Οι "προκείμενες" αυτές είναι ουσιώδεις για την θεμελίωση του βιβλικού προσανατολισμού.

Η πολλότητα των ανθρωπίνων υποστάσεων δεν προέρχεται από μια υποτιθέμενη πτώση του πνευματικού στοιχείου μέσα στην ύλη (ιδέα γνωστική) και η τιμωρία δεν έγκειται διόλου στην απελευθέρωση από την ύλη, ούτε στην επιστροφή στο "Έν" του νεοπλατωνισμού. Η κανονιστική τάξη της φύσης έχει αίτημά της την "πλήρωση" όλων των επιπέδων και όλων των στοιχείων που συνθέτουν το ανθρώπινο όν, ακεραιωμένων μέσα στο πνεύμα του.

Η ακεραίωση αυτή επιβάλλει, ώστε η γνώση κατά την βιβλική έννοια, να μην είναι ποτέ αυτόνομη άσκηση της μόνης ιδιότητας του ανθρωπίνου πενύματος, αλλά μετοχή του συνόλου των ιδιοτήτων του-οι Εβραίοι σκέπτονταν με την καρδιά-και γιαυτό η γνώση παραβάλλεται με την γαμήλια πράξη (ο γάμος με μία γυναίκα είναι προπάντων "γνωρισμός της"). Ο γαμήλιος αυτός όρος υπογραμμίζει επίσης την πρωταρχική αλληλοεξάρτηση: ο Θεός γνωρίζοντας τον άνθρωπο, "νυμφευόμενος" τον άνθρωπο, γεννάει τον άνθρωπο στην γνώση και ο άνθρωπος γνωρίζοντας τον Θεό, και μόνον έτσι, γνωρίζει τον εαυτό του.

Το πνεύμα, η ruah, η θεία πνοή είναι όργανο της κοινωνίας με το υπερβατικό, που δεν είναι δυνατή, παρά άν συναρτηθεί με την "κοινωνία ουσίας", με αυτό το μυστηριακό κάτι μέσα μας, που επιτρέπει να λέμε "του γαρ και γένος εσμέν" (Πράξ. κζ΄28). "Ούτως ούν και τον άνθρωπον επι τη γη των θείων αγαθών απολαύσει γενόμενον, έδει τι συγγενές έν τη φύσει προς το μετεχόμενον έχειν". Το πνεύμα αναπτύσσεται μόνον μέσα στο δικό του περιβάλλον, στο θείο περιβάλλον: "το δε βλέπειν τον Θεόν, έστω η ζωή της ψυχής".

Ο άξονας της σκέψης του Ιωάννη, η "ενοίκηση" του Πνεύματος του Θεού, προϋποθέτει εκείνο που δέχεται το Πνεύμα μέσα στο ανθρώπινο "πνεύμα": "Αυτό το πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών, ότι εσμεν τέκνα Θεού" (Ρωμ.η΄16).

Αυτή η έννοια της υιοθεσίας στον Παύλο (η θεία πλευρά) έχει αντίστοιχό της στον Πέτρο την θεμελιακή διαβεβαίωση της "μέθεξης" (η ανθρώπινη πελυρά της ίδιας πράξης"): "ίνα δια τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως" (Β΄Πέτρ. α΄4).

Μπορούμε λοιπόν να βεβαιώσουμε ότι το πνεύμα είναι στον άνθρωπο το σημάδι της ουράνιας προελευσής του και διατηρεί τις απαρχές της Βασιλείας.  Ο άνθρωπος ομολογεί ότι "ξένος και παρεπίδημος εστιν επί της γης" (Εβρ. ια΄13), νοσταλγός της ουράνιας Πολιτείας. Ώς διαβάτης (homo viator) βρίσκεται σε κατάσταση οδοιπορίας προς το μελλοντικό Πάσχα, κατι περισσότερο, είναι το ίδιο το Πάσχα (αφού pesah σημαίνει διάβαση).

Έτσι το πνεύμα είναι το προχωρημένο σημείο του ανθρώπινου όντος που κοινωνεί με το επέκεινα και μετέχει σε αυτό σύμφωνα με την δομή του, ώς κατ' εικόνα Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, υπογραμίζοντας αυτό πολύ έντονα, αρνείται ότι υπάρχει ααυτόνομο ανθρώπινο στοιχείο, πρότερο από την μέθεξη, υπάρχον κατ' εικόνα του εαυτού του.

Ουσιαστικά "πέρασμα" ο άνθρωπος, πραγματοποιεί την ομοίωσή του με τον θείο ή με το δαιμονικό και αυτό έχει κοσμικό αντίκτυπο: ο άνθρωπος συνέλκει προς τον εαυτόν του όλη την υλική τάξη. Έτσι η βιβλική αντίθεση τοποθετείται σε ένα ολότελα διαφορετικό επίπεδο βάθους, παρά σε μιά απλή σχέση ψυχής και σώματος. Βρίσκεται στο "μεταφυσικό", ανάμεσα στο γήϊνο και στο ουράνιο, ανάμεσα στον υλικό και στον πνευματικό άνθρωπο, στον homo animalis και στον homo spiritualis, ανάμεσα στις αντινομίες των.

Αποκαλύπτοντας μια οντολογική άβυσσο ανάμεσα σε έναν βαπτισμένο, έναν πιστό και σε ένα μη πιστό, οροθετεί δύο υπαρξικούς "αιώνες".

Οι πατέρες της εκκλησίας ήσαν υποχρεωμένοι για τις ανάγκες του κηρύγματος να φέρουν σε επαφή το εβραϊκό πνεύμα με το ελληνικό, να κάνουν μια προσαρμογή εντελώς δημιουργική, χρησιμοποιώντας την "ανακαίνιση του νοός" και των κατηγοριών του, για την οποία κάνει λόγο ο Παύλος (Ρωμ.ιβ΄2, Έφ. δ΄23).

Η γλώσσα των Γραφών (αρχικά η εβραϊκή, ύστερα η ελληνική) προϋποθέτει ήδη κάποια ερμηνεία με το ίδιο το πνεύμα της γλώσσας αυτής.

Η διαλεύκανση του δόγματος από τις συνόδους και την σκέψη των πατέρων είναι κυρίως μια μετάφραση των βιβλικών ιδεών, μια δημιουργική προσπάθεια να προσεγγιστεί κατά το μέγιστο ο Λόγος. Η φιλολογία μόνη της ουδέποτε επαρκεί να δώσει όλο το νόημα των ιερών κειμένων. Χρειάζονταν η μεγαλοφυής διείσδυση των πατέρων μέσα στο ίδιο τον χυμό της βιβλικής ουσίας, κάποια οικειοποίηση και αφομοίωση της "επίγνωσης" με "αίσθηση του Θεού".
Αυτό εξηγεί τις διακυμάνσεις της ορολογίας και μέσα στην Βίβλο ακόμη.

Στον Παύλο οι οντολογικοί όροι παίρνουν συχνά ένα νόημα ηθικό, όπως "καινός" και "παλαιός" άνθρωπος, εσωτερικό και εξωτερικό, ψυχικό και πνευματικό. Ο "νούς" πλησιάζει σημαισιολογικά πότε το πνεύμα και πότε την διάνοια και την συνείδηση. Η διχοτόμηση (σώμα-ψυχή) συνυπάρχει με την τριχοτόμηση (σώμα-ψυχή-σώμα). Ωστόσο μπορούμε να πούμε, πως στην Βίβλο η ψυχή ζωοποιεί το σώμα, το κάνει "ψυχή ζώσα" και το πνεύμα "πνευματοποιεί" το σύνολον του ανθρωπίνου όντος.

Το πνεύμα ως κατηγορία θρησκευτική είναι αρχή ποιοτική, διότι τονίζει, κυρίως υπογραμμίζει, το επέκεινα, εκφράζεται μέσα από το ψυχικό και το υλικό, χρωματίζοντάς τα με την παρουσία του. Υπερβολικά ευρύ στην σημασία του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να σημάνει το υποστατικό κέντρο. Είναι μάλλον η επνευμάτωση του ίδιου του τρόπου της ύπαρξης, η δεκτικότητα, το άνοιγμα προς την ενοίκηση του θείου. Το ψυχικό και το πνευματικό υπάρχουν το ένα μέσα στο άλλο, αλλά το καθένα διέπεται από τους ιδικούς του νόμους. Το πνευματικό όμως δεν είναι διόλου τρίτη σφαίρα, τρίτος όροφος της ανθρωπίνης δομής, αλά η αρχή, που εκφράζεται μέσα από το ψυσικό και το σωματικό, κάνοντάς τα πνευματικά. Ο ασκητισμός είναι ακριβώς η πνευματοποίηση του πνεύματος με το Πνεύμα και ύστερα η πνευματοποιός διαπότιση του όλου ανθρώπου, η διαφάνεια του σώματος και της ψυχής του στην πραγματικότητα του πνεύματος. Στον αντίθετο πόλο ο άνθρωπος μπορεί να "σβέσει" το Πνεύμα (Α΄Θεσσ. ε΄19), να έχει "σοφία σαρκική" και να ανήκει μόνο στην σάρκα, την σάρκα του κατακλυσμού, ύλη για τις σαρκοφάγους.