Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Eικόνες και είδωλα

Η βασική διαφορά του ειδώλου από την εικόναέγκειται σ' αυτό που υπογραμμίζει ο άγιος Θεόδωρος οΣτουδίτης, ότι η εικόνα είναι «ομοίωση» με το υπαρκτό,ενώ το είδωλο είναι «ομοίωση» με το ανύπαρκτο.  

Επομένως είναι πλάσμα, φαντασία, απάτης ομοίωμα. «…ψεύδους και απάτης ομοίωμα…, ψευδές το είδωλον ανειπούσιν μίμημα· την δ αύ εικόνα, του αληθούς αφομοίωμα». Δηλαδή, με άλλα λόγια, το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ανύπαρκτο, είναι φανταστικό είδωλο, δεν είναι πραγματικό πρόσωπο, ενώ η εικόνα έχει συγκεκριμένο υπαρκτό αρχέτυπο, είναι ομοίωμα του αληθινού και υπάρχοντας Θεού. Η εικόνα απεικονίζει αυτό που υπάρχει πραγματικά, ενώ το είδωλο δεν έχει μια τέτοια δυνατότητα, δηλαδή δεν απεικονίζει μια πραγματική Θεότητα. Ενώ π.χ. η εικόνα του Χριστού απεικονίζει το πρωτότυπο, τον Σαρκωμένο Υιό και Λόγο του Θεού, το άγαλμα του Δία τι απεικονίζει; Ένα ξόανο που λατρεύεται καθεαυτό. Γι αυτό το λόγο τα είδωλα απαγορεύονται από το Νόμο του Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη.

Μετά τη Σάρκωση όμως του Λόγου του Θεού έχουμε τη δυνατότητα της περιγραφής Του. Η εικόνα του Υιού του Θεού δεν αποτελεί ειδωλική κατασκευή, αλλά απόδειξη και ομολογία της ενανθρωπήσεώς Του. Αν επιχειρούσε να περιγράψει κανείς σε εικόνα τον Υιό και Λόγο του Θεού, πριν από τη Σάρκωσή Του, κάτι τέτοιο θα αποδεικνυόταν, «όχι μόνον φαύλον, αλλά και έκτοπον, τον μη Σαρκωθέντα Λόγον σάρκα τοπάζειν». Και αυτό διότι εφόσον δεν υπήρχε πρωτότυπο, θα ελεγχόταν η πράξη του αυτή από το Νόμο του Θεού που λέει: «Τίνι ομοιώματι, ομοιώσατέ με»; (Ησ. 40, 18).

Αλλά οι εικόνες της Εκκλησίας μας, της Θεοτόκου και των Αγίων, αποτελούν απεικονίσεις πραγματικών ιστορικών προσώπων, τα οποία βρίσκονται σε άμεση σχέση, προσωπική και ουσιαστική, σχέση κοινωνίας με τον Ένα και Μόνο αληθινό Θεό.

Τα ανθρωπόμορφα Χερουβίμ που κατασκευάστηκαν και τοποθετήθηκαν επάνω στη σκηνή του Μαρτυρίου δεν ήταν είδωλα, δηλαδή απεικονίσεις φανταστικών ομοιωμάτων με ανύπαρκτο αρχέτυπο, αλλά απεικονίσεις ασωμάτων Αγγέλων, έτσι όπως είχαν εμφανιστεί στους πατριάρχες του Ισραήλ (Γεν. 3, 24. 16, 11. 19, 1. Εβρ. 1, 14).

Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν τα ομοιώματα αυτά «εκτυπώματα» και «μορφώματα» και τονίζουν ότι ο Ίδιος ο Θεός φαίνεται να επιτρέπει την κατασκευή των ιερών αυτών συμβόλων, δηλαδή τα ομοιώματα των Χερουβίμ η την Κιβωτό η τη σκηνή του Μαρτυρίου κ.λ.π. Διότι τα ιερά αυτά σύμβολα παιδαγωγούσαν τον περιούσιο λαό του Ισραήλ ώστε να συνειδητοποιεί αφ ενός τη διαρκή παρουσία του Θεού στη ζωή του και αφ ετέρου το χρέος του στο να αποδίδει λατρεία προς τον Ένα και Μόνο αληθινό Θεό.
Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρεται στα «εκτυπώματα» αυτά και λέει ότι για τον παιδαγωγούμενο άνθρωπο της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ιερά σύμβολα, τα οποία «η εις τύπον Χριστού αινιγματωδώς παραλαμβάνεται» (χάλκινος όφις) η γενικώς αποτελούν «προχάραγμα εναργές… της εν πνεύματι λατρείας». Και σε άλλο σημείο: «Δι εκτυπωμάτων και μορφωμάτων τινων συμβολικώς ανάγεσθαι τον Ισραήλ, επί την του Ενός Θεού, ως εφικτόν θεωρίαν και λατρείαν».
Μπορούμε να πούμε ότι ο Μωσαϊκός Νόμος ήταν αποτρεπτικός κάθεα πόπειρας εξεικονίσεως του Θεού όπωςυποστήριζαν οι εικονομάχοι;
Ναι, βέβαια, ήταν αποτρεπτικός. Υπήρχε απόλυτος περιορισμός για την κατασκευή οιουδήποτε ομοιώματος και οιασδήποτε εξεικονίσεως. «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασι, υποκάτω της γης.
Ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς» (Εξ. 20, 1-6. Λευιτ. 26, 1. Δευτ. 4, 16-19). Παρά ταύτα οι Ισραηλίτες αθέτησαν επανειλημμένα τις απαγορεύσεις αυτές του Θεού, που τους δόθηκαν μέσω του Μωυσή και «ωλίσθησαν», γλίστρησαν προς την ειδωλολατρεία.

Στην Παλαιά Διαθήκη δεν έχουμε πλήρη απουσία του εικονισμού του Θεού, παρόλο που οι Μωσαϊκοί κώδικες είναι γεμάτοι απαγορεύσεις για οιανδήποτε εξεικόνισή του. Αντίθετα, αν μελετήσουμε βαθύτερα, θα δούμε ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη από εικονολογικά στοιχεία, είναι ένα βιβλίο κατεξοχήν εικονολογικό.  

Η απαγόρευση της εξεικονίσεως, όπως αφήσαμε να εννοηθεί και στην προηγούμενη απόκριση, γινόταν για λόγους παιδαγωγικούς προς ένα λαό ανώριμο πνευματικά που είχε ροπή προς την αποστασία από το Νόμο του Θεού, ένα λαό «ευόλισθον» προς την ειδωλολατρεία. Για να προφυλάξει λοιπόν ο Θεός το λαό Του από τέτοια αποστασία, από το μεγάλο πειρασμό της ειδωλολατρείας, δίνει την εντολή μέσω του Μωυσή να μην εξεικονίζει με οποιονδήποτε τρόπο το πρόσωπό Του. Έτσι ο παιδαγωγούμενος λαός συνειδητοποιούσε σιγά-σιγά την απόλυτη υπερβατικότητα του Θεού. Άλλωστε «Τον Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε»! Πως ήταν δυνατόν να εξεικονισθεί; Αφού εισήλθε όμως ο Χριστός στον κόσμο και «εωράκαμεν Αυτόν και εψηλαφήσαμεν», ο Θεός πλέον «εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού», μπορούσε να εξεικονισθεί. Διότι ο Χριστός είναι «η απαράλλακτη εικόνα» του Θεού-Πατέρα. «Ο εωρακώς εμέ, εώρακε και τον Πατέρα» (Ιωάν. 14, 9), μας λέει ο Ίδιος ο Ιησούς.

ΗΠαλαιά Διαθήκη είναι κατάμεστη από εικονικές παρομοιώσεις και προτυπώσεις, αλλά και παραστατικές εξεικονίσεις γεγονότων της θείας Οικονομίας, η πραγματοποίηση των οποίων έλαβε χώρα στην Καινή Διαθήκη, στους χρόνους της επίγειας Παρουσίας του Ιησού Χριστού. Τέτοιες προτυπώσεις είναι: «Η φλεγομένη και μη καιομένη βάτος», που προεικονίζει την αειπαρθενία της Θεοτόκου. Η τριήμερη παραμονή του Ιωνά στην κοιλιά του κήτους, που προεικονίζει την τριήμερη ταφή του Κυρίου. Η κιβωτός του Νώε ως προεικόνιση της Εκκλησίας.

Ο Μωσαϊκός Νόμος ως προεικόνιση του Ευαγγελίου κ.λ.π
Ο Νόμος του Μωυσή προεικονίζει το Ευαγγέλιο, ο Χριστός είναι εικόνα του Πατέρα, ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, οι Άγιοι εικόνες του Χριστού. Ο Ναός είναι εικόνα του ουρανού, η Θ. Λειτουργία της ουράνιας Λειτουργίας. Το καθετί δηλαδή είναι εικόνα κάποιου άλλου; Τότε ο όρος «εικόνα» αποκτά μεγάλο εύρος και σημασία.

Ο Ιάκωβος Μάινας στο άρθρο του «Η καινή γλώσσα των εικόνων», μας αναλύει καίρια αυτό το σημείο: «Η εικόνα», λέει, «για την ορθοδοξία, είναι τρόπος και στάση ζωής, ήθος και ύφος και ουσιώδης διάσταση της αλήθειάς της, σημείο από τα καίρια της διδασκαλίας της και της θεολογίας της και ίσως συνιστά το ενδότερο σημείο του είναι της. Αυτό αποκαλύπτουν τα θέματα και τα στοιχεία της ζωής της και της σκέψεώς της: Η Ανάσταση, η Μεταμόρφωση, ο Χριστός ως εικόνα και απαύγασμα του Πατέρα, ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού, οι Άγιοι ως εικόνες του Χριστού, η Εκκλησία ως εικόνα της Αγίας Τριάδος, η Λειτουργία, ο ορθόδοξος μοναχισμός με τη θεωρία του ακτίστου φωτός. Το καθετί κρύβει το θέμα της εικόνας. Όλα υπάρχουν και βιώνονται, όχι καθεαυτά, αλλά ως διάβαση, αναγωγή, πέρασμα, Πάσχα. Το καθετί βρίσκει τον εαυτό του μέσα στο άλλο, κατά το λόγο του Κυρίου, “ο εωρακώς εμέ εώρακε και τον Πατέρα” . Το καθετί δεν αναπαύεται στον εαυτό του, αλλά οδεύει, διαβαίνει προς το πρωτότυπο. Αυτή η διάβαση είναι η ουσία της αλήθειας της εικόνας αλλά και της ορθοδοξίας».

Συμπέρασμα: Με τον όρο «εικόνα» στην ορθοδοξία δεν αναφερόμαστε σ ένα στατικό φαινόμενο, αλλά σε μια προσωπική κλήση και ενέργεια, σε μια διάβαση για υπαρκτική καθολική θέαση της αλήθειας στην οποία μας οδηγεί η εικόνα. Στη Χριστοποίησή μας, στην εικονοποίησή μας, στην αποκάλυψη της αλήθειας.

Ηεικονομαχία (726-843) είναι σύνθετο ιστορικό γεγονός, μια αίρεση που δεν έχει μελετηθεί αρκετά. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, είναι κυρίως εκείνοι που ασχολήθηκαν με τα θεολογικά θέματα της εικονομαχίας. Οι απαντήσεις που έδωσαν στερέωσαν και θεμελίωσαν μια για πάντα τη θέση των αγίων εικόνων στην ορθόδοξη Εκκλησία.

Οι εικονομάχοι αρχικά, ξεκινώντας από την απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης για κάθε είδους εξεικονισμό του Θείου, κατηγορούσαν τους πιστούς ορθόδοξους ως ειδωλολάτρες, διότι λάτρευαν, καθώς έλεγαν, σανίδες, πέτρες και τοίχους. Αυτό όμως ήταν μόνο πρόφαση. Το κύριο πρόβλημα των εικονομάχων ήταν ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και να περιλάβει ο νους τους το γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος «ίνα τον άνθρωπον Θεόν ποιήση». Το σκάνδαλο της Σαρκώσεως, αυτό το φοβερό γεγονός, ήταν το πρόβλημα των εικονομάχων. Μη μπορώντας λοιπόν να αποδεχτούν ότι ο Θεός ήλθε στον κόσμο «εν σαρκί», έφτασαν σ αυτή την ακραία εικονοκλαστική τοποθέτησή τους. Διότι η εικόνα είναι τεκμήριο, απόδειξη, της σαρκώσεως του Θεού. Αρνούμενοι λοιπόν τις εικόνες, αρνούνται τη Σάρκωση του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Και αρνούμενοι τη σάρκωση, απέρριπταν και το όλο μυστήριο της θείας Οικονομίας. Γι αυτό και οι Πατέρες αντέταξαν σθεναρή αντίσταση, αναπτύσσοντας μια βαθιά θεολογία και απολογητική πάνω στο θέμα των ιερών εικόνων που καταδεικνύει ότι η θέση και η τιμή που απονέμει η ορθόδοξη Εκκλησία στην εικόνα, δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση στην ειδωλολατρεία, αλλά είναι ακριβώς μια έμπρακτη ομολογία του ότι «ο Λόγος εν σαρκί εγένετο», του ότι ο Θεός έγινε «τέλειος άνθρωπος εν όλη θεότητι και τέλειος Θεός εν όλη ανθρωπότητι». «Προσέλαβε, εκάλλυνε και έσωσε την αμαυρωθείσαν» στον άνθρωπο «εικόνα του Θεού» και «τω θείω κάλλει συγκατέμιξε» (Συνοδικόν Ορθοδοξίας). Με το «συγκατέμιξε» εννοούν οι άγιοι Πατέρες τη θέωσή μας και τη σωτηρία μας: «Αφ ου η θεότης τη ημετέρα φύσει συνεκράθη, οίόν τι ζωοποιόν και σωτήριον φάρμακον, εδοξάσθη η φύσις ημών και προς σωτηρίαν μετεστοιχειώθη.
Δηλαδή, αφού η θεότητα έγινε ένα κράμα με τη δική μας ανθρώπινη φύση, σαν με κάποιο ζωοποιό και σωτήριο φάρμακο, δοξάστηκε η φύση μας και μεταστοιχειώθηκε προς αφθαρσία.

Πηγές ανεξάντλητες για τη θεολογία της εικόνας αποτελούν:
1) Η Καινή Διαθήκη (Απ. Παύλος).
2) Οι Καππαδόκες Πατέρες (κυρίως ο Μ. Βασίλειος, στον οποίο στηρίζονται οι Πατέρες που έζησαν την εικονομαχική περίοδο).
3) Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος που ασχολήθηκε κυρίως με το Χριστολογικό δόγμα.
4) Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
5) Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
6) Η Ζ’  Οικουμενική Σύνοδος που έγινε το 787 μ.Χ. στη Νίκαια.

Ο όρος «εικόνα» είχε κατανοηθεί εντελώς λανθασμένα από τους εικονομάχους. Δηλαδή οι εικονομάχοι διατείνονταν ότι «μια πραγματική εικόνα πρέπει να είναι της ίδιας φύσης με το αναπαριστώμενο, πρέπει να είναι ομοούσια με αυτό», διαφορετικά είναι είδωλο. Γι αυτό το λόγο υποστήριζαν ότι αληθινή εικόνα του Χριστού είναι μόνο η Θεία Ευχαριστία. Για τους Ορθόδοξους όμως «τα Τίμια Δώρα δεν μπορούν να αναγνωρισθούν σαν εικόνα του Χριστού, γιατί ακριβώς είναι ταυτόσημα με Αυτόν που είναι το Πρωτότυπό τους. Η μετουσίωση των Τιμίων Δώρων δεν τα μεταβάλλει σε εικόνα, αλλά σε Τίμιον Σώμα και Τίμιον Αίμα του Χριστού».
Οι θέσεις αυτές των εικονομάχων ήταν ακατανόητες και απαράδεκτες για το πλήρωμα της Εκκλησίας. Γι αυτό, με πρωτοπόρους τους μαχητικούς Πατέρες, άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό και Θεόδωρο Στουδίτη, αγωνίστηκε για το ορθόδοξο δόγμα. Οι Πατέρες αυτοί άνοιξαν βαθύτατο θεολογικό διάλογο με τους αιρετικούς και μας έδωσαν τις ορθόδοξες θέσεις στις οποίες στηρίζεται σήμερα η Ορθοδοξία όσον αφορά το θέμα των εικόνων.

Τι απεικονίζει η εικόνα του Χριστού, τη θεία φύση η την ανθρώπινη; Και πως είναι δυνατόν να περιγράφεται ο Θεός που είναι «ασχημάτιστος», «απερίγραπτος», και «άποσος»; Αν πάλι, έλεγαν, εικονίζετε την ανθρώπινη φύση, πως είναι δυνατόν να χωρίζεται η θεία φύση από την ανθρώπινη στην εικόνα του Χριστού;

Στα ερωτήματα αυτά ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έδωσε την εξής απάντηση: «Πάλαι μεν ο Θεός, ο ασώματος και ασχημάτιστος ουδαμώς εικονίζετο. Νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος, εικονίζω του Θεού το ορώμενον».

Δηλαδή: Τους χρόνους προ της ενανθρωπήσεως, ο Θεός, ο ασώματος, ο ασχημάτιστος δεν εικονιζόταν πουθενά. Τώρα όμως που έλαβε σάρκα και φανερώθηκε και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, εικονίζω τον ορατό Θεό. Και σε άλλο σημείο πάλι λέει: «Διο θαρρών εικονίζω Θεόν τον αόρατον, ουχ ως αόρατον, αλλ ως ορατόν, δι ημάς γενόμενον μεθέξει σαρκός τε και αίματος. Ου την αόρατον εικονίζω θεότητα, αλλ εικονίζω του Θεού την οραθείσαν σάρκα».
Δηλαδή: Γι αυτό παίρνω θάρρος και εικονίζω Θεό τον αόρατο, όχι ως αόρατο, αλλά με τη σωματική Του υπόσταση με την οποία έγινε σε μας ορατός, αφού προσέλαβε για τη δική μας σωτηρία σάρκα και αίμα. Η σάρκωση του Θεού, λένε οι ορθόδοξοι, μας δίνει το δικαίωμα να Τον απεικονίζουμε, να ζωγραφίζουμε την εικόνα Του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χωρίζουμε τη σάρκα Του από τη θεότητά Του. Γιατί αν δεν απεικονίσουμε τον Κύριο, αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση Του. Θα είμαστε τότε η Μονοφυσίτες-διότι αυτοί παραδέχονται μόνο τη θεία φύση Του- η Δοκητές -διότι αυτοί πιστεύουν στη φαινομενική παρουσία του Χριστού επί της γης.

Αλλά σ' αυτό το σημείο ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αντιμετώπισε τους αιρετικούς εικονομάχους με μια πιο σαφή θεολογική τοποθέτηση και έλυσε παντελώς το ακανθώδες αυτό πρόβλημα. Έκανε δηλαδή ένα σαφή διαχωρισμό, μια εύστοχη διάκριση ανάμεσα στη φύση και στο πρόσωπο-υπόσταση. Και μας δίδαξε ότι η εικόνα εξεικονίζει, όχι τη φύση, αλλά την υπόσταση του εικονιζόμενου. «Παντός», λέει «εικονιζομένου, ουχ η φύσις αλλ η υπόστασις εικονίζεται». Ο δε σύγχρονος εικονολόγος Michel Quenot λέει ότι «στην εικόνα του Χριστού δεν είναι ούτε η θεότητα ούτε η ανθρωπότητά Του (δεν πρόκειται για τις φύσεις που παριστάνονται), αλλά για το μοναδικό πρόσωπο που ενώνει τις δύο φύσεις».

Στην προχαλκηδόνιο περίοδο, οι όροι «φύσις», «υπόστασις» και «πρόσωπο» ταυτίζονταν, ήταν συνώνυμοι. Η ταύτιση όμως αυτή δημιουργούσε σοβαρές δυσκολίες για την κατανόηση της τριαδικότητας του Θεού αφ ενός, αλλά και της ενότητας Θεού και ανθρώπου εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού εφ ετέρου.

Το δόγμα της Χαλκηδόνας έκανε αυτή τη σαφή διάκριση ανάμεσα στη «φύση» και στην «υπόσταση», το πρόσωπο. Έτσι αποσαφηνίστηκε ότι η «υπόστασις ταυτόν ούσα προς το πρόσωπον», είναι κάτι περισσότερο από τη «φύση», διότι προϋποθέτει, περιλαμβάνει τη «φύση». Και για να το καταλάβουμε καλύτερα, οι όροι «ουσία» και «φύσις» δηλώνουν απλώς το «είναι», το γενικό, το καθολικό, το είδος το κοινό σε όλους, π.χ. τη θεία φύση, την αγγελική η την ανθρώπινη. Ενώ η «υπόσταση» υποδηλώνει το καθεαυτό είναι, το πρόσωπο, τον ιδιαίτερο, ατομικό και προσωπικό τρόπο υπάρξεως. Η «φύσις» είναι κοινή σε όλους. Το πρόσωπο προσθέτει σ αυτή το σύνολο των ατομικών ιδιωμάτων, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών Π.χ. η ανθρώπινη φύση είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους. Τα πρόσωπα όμως μπορεί να είναι πολυάριθμα, αλλά το καθένα απ αυτά είναι μοναδικό, συγκεκριμένο και αναντικατάστατο, έχει δε τα δικά του, τα ατομικά του ιδιώματα και χαρακτηριστικά.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διευκρινίζει πλήρως τον όρο υπόσταση και λέει: «Επειδή δε πολλοί εισιν άνθρωποι, ο καθείς άνθρωπος υπόστασίς εστιν, οίον ο Αδάμ, υπόστασις εστι, και η Εύα άλλη υπόστασις, και ο Σηθ ετέρα υπόστασις». Δηλαδή: Υπάρχουν πολλοί βέβαια άνθρωποι, αλλά ο καθένας είναι ξεχωριστή, ιδιαίτερη υπόσταση, π.χ. ο Αδάμ είναι υπόσταση ξεχωριστή, η Εύα άλλη υπόσταση, ο Σηθ διαφορετική υπόσταση. Για να καταδείξει δε ο ιερός Πατήρ τη διαφορά μεταξύ υποστάσεως και ουσίας, φύσεως η είδους, αναφέρει τα παραδείγματα της Αγίας Τριάδος, των Αγγέλων και των ανθρώπων. Λέει λοιπόν:
«Όσον αφορά την Αγία Τριάδα έχουμε τρεις υποστάσεις. Είναι ο Πατήρ, ο Υιος και το Άγιο Πνεύμα. Φύση και ουσία είναι μία, η υπερούσια και ακατάληπτη Θεότητα. Στους Αγγέλους υποστάσεις είναι ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ και οι λοιποί κατά μέρος Άγγελοι, ενώ η ουσία, το περιεκτικό είδος, είναι η αγγελική φύση. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους ανθρώπους. Έτσι ξεχωριστές υποστάσεις είναι ο Πέτρος, ο Παύλος, ο Ιωάννης και οι λοιποί κατά μέρος άνθρωποι. Περιεκτικό δε είδος αυτών, η ουσία τους, είναι η ανθρωπότης».
Και οι λοιποί Πατέρες έλεγαν: Κοινή, μία η φύση των ανθρώπων, αλλά μυριοϋπόστατη. Μονάς ο Θεός, αλλά Τρισυπόστατος. Τρία πρόσωπα, τρεις υποστάσεις που το καθένα έχει τα δικά του προσωπικά ιδιώματα. Η εικόνα αναπαριστά λοιπόν το πρόσωπο, την υπόσταση του πρωτοτύπου της και φέρει το όνομα του. Έτσι ακριβώς καθίσταται δυνατή η γνώση αυτού του προσώπου. Χάρη σ αυτό το δεσμό «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει».
Στο ερώτημα λοιπόν που έθεταν οι εικονομάχοι -και θέτουμε κι εμείς πολλές φορές- «ποια φύση εικονίζεται, η θεία φύση, η εικονίζεται ο άνθρωπος Χριστός, η ανθρώπινη φύση χωρισμένη από τη θεότητα;», ο ορθόδοξα σκεπτόμενος θα δώσει την απάντηση που έδωσε ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: Ούτε τη θεία φύση εικονίζουμε ούτε την ανθρώπινη. Εικονίζουμε την υπόσταση, το πρόσωπο. «Ο Χριστός είναι περιγραπτός καθ υπόστασιν, καν εν τη θεότητι απερίγραπτος», μας λέει σε άλλο σημείο ο ιερός Πατέρας.
Και ο Λεωνίδας Ουσπένσκυ, Ρώσος θεολόγος του αιώνα μας, θεολογεί με βάση τους Πατέρες και λέει: «Αναπαριστάνοντας τον Κύριό μας, δεν αναπαριστάνουμε ούτε τη θεία ούτε την ανθρώπινη φύση Του, αλλά την υπόστασή Του, το Πρόσωπό Του, το οποίο σύμφωνα με το δόγμα της Χαλκηδόνας ενώνει ασυγχύτως και αδιαιρέτως τις δύο φύσεις».
Ο δε VΙ. Lossky λέει τα εξής για τον όρο υπόσταση: «Η υπόστασις περιλαμβάνει αμφοτέρας τας φύσεις. Εν Χριστώ υπήρχαν δύο διάφοροι φύσεις εν μια υποστάσει».

Στις εικόνες πρέπει να απονέμουμε προσκύνηση ή λατρεία; Τι είναι προσκύνηση και τι λατρεία;
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει ότι η προσκύνηση είναι σημείο υποταγής, υποβιβασμού και ταπεινώσεως «σημείον υποπτώσεως, τουτέστιν υποβιβασμού και ταπεινώσεως».Στην προσευχή που κάνουμε ενώπιον των εικόνων, σαν σε μια άλλη «ιερά πρόθεση», καταθέτουμε και εναποθέτουμε τα αιτήματά μας, διότι η εικόνα λειτουργεί «ως μεσίτρια» στην απόλυτα προσωπική μας προσευχή. Έτσι δημιουργείται μια γέφυρα, η εικόνα γίνεται ένα πέρασμα, μια διάβαση μέσω της οποίας υπαρξιακά προσκυνούμε τον εικονιζόμενο Άγιο και κατ επέκταση τον αληθινό Θεό.
«Διότι δεν αποδίδεται λατρεία στο "σημαίνον", δηλαδή στην ύλη, αλλά στο "σημαινόμενον" πρόσωπο που παριστάνεται». «Η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Επομένως η θεολογία της εικόνας και της προσκύνησης της εικόνας γίνεται μια θεολογία σχέσεως προς το εικονιζόμενο (είτε είναι ο Χριστός είτε η Θεοτόκος είτε οι Άγιοι) και σε τελική ανάλυση η προσκύνηση απονέμεται προς τον Τριαδικό Θεό. Στην ορθόδοξη θεολογία έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα η διάκριση ανάμεσα στη λατρεία του Θεού (λατρευτική προσκύνηση) και στην τιμή (τιμητική προσκύνηση) των εικόνων της Θεοτόκου και των Αγίων. Η τιμητική προσκύνηση της Θεοτόκου και των Αγίων πηγάζει από το γεγονός ότι τιμήθηκαν και οι ίδιοι από τον ίδιο τον Θεό. Οι εικόνες μαρτυρούν αυτή την τιμή και μας παρακινούν και μας να κάνουμε την ίδια κίνηση. Οι Άγιοι άλλωστε είναι Χριστοποιημένες υπάρξεις και χαρισματικές παρουσίες και είναι παρόντες εκεί κατά χάριν. Μας βλέπουν. Ακούνε τις προσευχές μας και μας καλούν σε αγαπητική κοινωνία και σχέση. Και όταν λέμε ότι οι Άγιοι είναι Χριστοποιημένες υπάρξεις, εννοούμε ότι έχουν γίνει Χριστοί-Θεοί κατά χάριν. «Όπου είναι οι Άγιοι, εκεί είναι και όλος ο Κύριος και Θεός. Ο Θεός εν Αγίοις αναπαυόμενος. Κάθε Άγιος είναι Χριστός επαναλαμβανόμενος», λέει ο π. Ιουστίνος ο Πόποβιτς. Και σε άλλο σημείο: «Οι Άγιοι είναι οι πληρέστερες, οι οφθαλμοφανέστερες, οι τελειότερες και γι αυτό οι πειστικότερες Θεοφάνειες».
Ο δε άγιος Παχώμιος διατυπώνει την ίδια έννοια ακόμη και για τους ζώντες, στην παρούσα ζωή, Αγίους: «Εάν ίδης», λέει, «άνθρωπον, αγνεία συζώντα και ταπεινοφροσύνης εξηρτημένον, ελεήμονα, πράον, χρηστόν, συμπαθή, φιλόθεον, φιλάδελφον, πάσαις απλώς κομώντα ταις αρεταίς, ω οίου δράματος έτυχες! Αυτόν γαρ τον αόρατον Θεόν ιδείν ηξιώθης εν τω ορωμένω εκείνου ναώ και τη εικόνι αυτού».
Και αν μια τέτοια θέση διατυπώνεται για τους εξαγιασμένους ανθρώπους, ο Θεάνθρωπος Χριστός ασφαλώς είναι «η παντελεία Θεοφάνεια εν μορφή ανθρώπου, η ορατή εικών του Θεού του αοράτου». Τιμώντας λοιπόν τους Αγίους και προσκυνώντας τις άγιες εικόνες τους, τιμούμε και προσκυνούμε τον ίδιο τον αληθινό Θεό. Βέβαια δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στη λατρεία και στην τιμή. Η λατρεία, κατά τη Ζʹ Οικουμενική Σύνοδο, απονέμεται μόνο στον Τριαδικό Θεό, ενώ η τιμή στους Αγίους. Η Θεοτόκος «κατέχουσα τα δευτερεία της Τριάδος» έχει και τα πρωτεία στην τιμητική προσκύνηση, είναι η Δέσποινα του Κόσμου η Βασίλισσα των Αγγέλων. Γι αυτό υπερβολικά τιμάται από την ορθόδοξη Εκκλησία, έχει ξεχωριστή θέση στη λατρεία, χαιρετίζεται δε ως «τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφίμ». Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διακρίνει διάφορους τρόπους προσκυνήσεως. Μας αναφέρει πρώτα-πρώτα το «δοξαστικό» τρόπο προσκυνήσεως που αναφέρεται στον Τριαδικό Θεό: «Δοξαστικά, ευλογούμε τον Θεό για τη φυσική του δόξα, διότι είναι ο μόνος δοξασμένος και ο αίτιος κάθε δόξας, κάθε αγαθού, φως ακατάληπτο, γλυκασμός ασύλληπτος, κάλλος απροσμέτρητο, άβυσσος αγαθότητας, σοφία ανεξιχνίαστη, δύναμη απειροδύναμη, μόνος άξιος να θαυμάζεται και να προσκυνείται και να δοξάζεται και να ποθείται».
Δεύτερος τρόπος προσκυνήσεως είναι ο ευχαριστιακός ο οποίος εκφράζει την ευγνωμοσύνη της Εκκλησίας για τα ελέη του Θεού και την άπειρη αγάπη Του, «δια του Οποίου όλα συνίστανται και συγκροτούνται» και σε όλα μεταδίδει άφθονα τις Δωρεές Του.
Τρίτος τρόπος προσκυνήσεως είναι των παρακλήσεων και των δεήσεων και τέταρτος της μετανοίας και της εξομολογήσεως. Με αυτούς τους τρόπους και τα ανάλογα βιώματα που αναπτύσσονται καθαρίζουμε τους εαυτούς μας, μετέχουμε στη θεία ζωή και προσκυνούμε πλέον υπαρξιακά τον Θεό.

Πως εξηγείται το φαινόμενο του θαύματος των αγίων εικόνων;
Το θαύμα κυρίως είναι έργο της πίστεως και της Χάρης του Θεού. Το θαύμα προϋποθέτει μεγάλη και ακράδαντη πίστη. Ο Μάρκος Σιώτης στο βιβλίο του «Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων», λέει τα εξής: «Το θαύμα είναι μια εμπειρία κατά την οποία η ψυχή του προσευχομένου, ενώπιον μιας οιασδήποτε εικόνας, αποσπά μέσω της πίστεως φορτία θείας Χάριτος τόσο ενεργά ώστε βιώνει το θαύμα της δυναμικής και σωστικής Χάριτος του Θεού». Φυσικά την επενέργεια του θαύματος η θεολογία την αποδίδει πάντοτε στις ανεξερεύνητες βουλές του Θεού.
Διότι πολλοί ασθενείς και πονεμένοι παρακαλούν, αλλά δεν τους γίνεται το θαύμα όπως το ζητούν. Στις περισσότερες απ αυτές τις περιπτώσεις επέρχεται εσωτερική αλλοίωση, γίνεται θαύμα ψυχικό, ωρίμανση της προσωπικότητας και αποδοχή των θλιβερών, που θεωρείται και αυτό ένα εξίσου μεγάλο θαύμα.

«Χάρις δίδεται ταις θείαις ύλαις δια ταις των εικονιζομένων προσηγορίαις», μας λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Δηλαδή: Παρέχεται Χάρη στις θείες ύλες (των εικόνων), χάρη στις πρεσβείες των εικονιζομένων. Και αλλού: «Τα των Αγίων εικονίσματα... Πνεύματος Αγίου εισί πεπληρωμένα». Και αυτό δεν είναι παράδοξο, διότι οι εικονιζόμενοι Άγιοι είχαν καταστήσει τα σώματά τους στον επίγειο βίο τους «ναό του Αγίου Πνεύματος». Και όπως «”η τιμή και η προσκύνησις της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», το ίδιο «και η θαυματουργική ενέργεια εκ του πρωτοτύπου εκπορεύεται».

Επίσης ο Π. Ευδοκίμωφ μας δίνει μια άλλη μυστικιστική διάσταση στο θέμα της ιερότητας της ύλης της εικόνας. Λέει λοιπόν: «Η εικόνα δεν είναι διόλου σάρκωση, δεν είναι ούτε τύπος, αλλά σημείο ορατό της ακτινοβόλας Παρουσίας». Και σε άλλο σημείο: «Η εικόνα είναι ένα από τα μυστηριακά μέσα της Παρουσίας. Θεωρείται κανάλι της Χάριτος με αγιαστική δύναμη, τόπος των επιφανειών». Απ όλα αυτά μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η ορθόδοξη θεολογία τη χαρισματική παρουσία των εικονιζομένων στις εικόνες τους την ερμηνεύει ως παρουσία των ακτίστων ενεργειών του Θεού, όπως αναπτύξαμε και σε προηγούμενη ερώτηση, οι οποίες είναι μεθεκτές για τον άνθρωπο. Έτσι εξηγείται και η τιμή και η προσκύνηση που απονέμει η ορθόδοξη Εκκλησία στις εικόνες.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Ένα ποτήρι έχει άπειρες σταγόνες νερού, μα μια σταγόνα από μελάνι αρκεί για να το καταστρέψει



Θα είναι η ίδια ποσότητα νερού και το ίδιο πόσιμο, μα θα το βλέπεις έτσι μπλαβιασμένο και θα σε απωθεί, δε θα το θες. Έτσι είμαστε και οι άνθρωποι ∙ Φτιαγμένοι από σταγόνες, άπειρες σταγόνες.

Εκατό χαρίσματα είναι ικανά να εξατμιστούν με ένα ψέμα, μια απιστία, μια προδοσία

Είναι σχεδόν μαγικό… εκατό χαρίσματα, χίλια συναισθήματα, εκατομμύρια πράξεις μας, είναι ικανές να εξατμιστούν, να βρωμίσουν, να ξεθωριάσουν με ένα ψέμα, μια απιστία, μια προδοσία. Θα είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι, μα θα μας κοιτούν και δε θα μας αναγνωρίζουν πια ∙ θα φαντάζουμε στα μάτια τους σαν κάτι ξένο, κάτι ασύμμετρο στα γούστα τους. Μα εμείς θα είμαστε αυτό που ήμασταν. Θα τυραννιόμαστε σε σκέψεις, θα αναρωτιόμαστε πως δεν μπορεί να μη δε το καταλαβαίνουν.

Το ξέρουμε από τώρα, θα ζητάμε αν έρθει αυτή η στιγμή απεγνωσμένα τη συγχώρεση. Συγχώρεση… και αν έρθει; Σου λέω πως έρχεται λοιπόν. Πάντα θα είμαστε το μπλαβιασμένο νερό, δε θα υπάρχει γυρισμός. Τη στιγμή που μεταμορφώνεται το «νερό» κηρύσσεται ο αγώνας επιβίωσης του «κοίτα με, είμαι ο ίδιος».

Μπορεί φυσικά να ρίξαμε απερίσκεπτα, άδολα, άμυαλα το μελάνι και να το μετανιώσαμε την ίδια στιγμή. Μπορεί να μάθαμε, να μετανιώσαμε, να πονέσαμε, να είμαστε τώρα οι ίδιοι και καλύτεροι, μα τώρα έγινε μπλε το νερό, δεν πίνεται σου ξαναλέω. Θα το κοιτούν και δε θα το αναγνωρίζουν, δε θα τους θυμίζει καν αυτό που ήταν κάποτε ∙ που μπορεί να ήταν και κάτι υπέροχο.

Που ξέρεις όμως, κάποια στιγμή μπορεί και να βρούμε το χαμένο μας χρώμα, να μας κοιτούν και να μας αναγνωρίζουν. Θέλει χρόνο, κόπο, υπομονή και επιμονή. Το σχέδιο είναι απλό ∙ θα προσθέτουμε κάθε μέρα νέες, πιο δυνατές, σταγόνες ∙ ασταμάτητα. Κάποια στιγμή, κάποτε, το μπλαβιασμένο νερό ίσως και να ξαναπάρει το αρχικό του χρώμα.

Θα ακούσεις φυσικά να σου λένε, πως το νερό είναι άχρωμο, πως δεν μπορεί να το διακρίνει ανθρώπου μάτι. Εγώ θα σου πω πως έχει χρώμα, το χρώμα που του δίνεις ∙ είναι η αντανάκλαση αυτού που είσαι, αυτού που προσφέρεις. Σκέψου τη θάλασσα… ίσως το μπλε, γαλάζιο και τυρκουάζ, να είναι απλά η αντανάκλαση του χρώματος του ουρανού.

Κάθε άνθρωπος - που χάνεις - δεν είναι μια απώλεια

Όταν κάτι χαλάει, φτιάξτε το. Έτσι δεν μας λένε πάντα;
Κι αν τελικά δεν είναι αυτή η λύση; Κι αν είναι προτιμότερο να μειώσετε τις απώλειές σας αναζητώντας κάτι πιο καλό και πιο ενδιαφέρον;

Το να αφήνουμε τους ανθρώπους να φύγουν από τη ζωή μας είναι μια σκληρή διαδικασία απλώς και μόνο επειδή έχουμε μάθει να είμαστε προσκολλημένοι. Προσπαθούμε απεγνωσμένα να κρατήσουμε κάποια πράγματα, ακόμη και όταν ο σκοπός της ύπαρξής τους έχει χαθεί.

Το να χάνουμε ανθρώπους από τη ζωή μας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εξέλιξής μας, αλλά όταν ζούμε σε μια κοινωνία που αλλάζει συνεχώς καταλήγουμε να πιστεύουμε ότι όλοι όσους χάνουμε είναι σημαντική απώλεια.

Η κοινωνία μας κάνει πλύση εγκεφάλου με αποτέλεσμα να θεωρούμε ότι τίποτα θετικό δεν μπορεί να προκύψει όταν χάσουμε κάποιον που σήμαινε τα πάντα για μας. Κάθε φιλία και σχέση είναι ένα μάθημα, και γι’ αυτό αντί να πενθούμε για όσους χάνουμε θα πρέπει να είμαστε χαρούμενοι που διακόπτουμε τη σχέση μας με τους ανθρώπους που δεν εξυπηρετούν πλέον κανένα σκοπό.

Η απώλεια είναι ένα από τα πιο οδυνηρά συναισθήματα, αλλά με την πάροδο του χρόνου ο πόνος μειώνεται και βλέπουμε καθαρά το γεγονός ότι πραγματικά δεν χρειαζόμαστε το συγκεκριμένο άτομο πια.

Μπορεί αυτό να μην το συνειδητοποιούμε εκείνη τη χρονική περίοδο, αλλά τα καλά πράγματα τελειώνουν κι έτσι στη συνέχεια μπορεί να συμβεί κάτι σπουδαίο.

Ως άτομα έχουμε την πνευματική ικανότητα να κρίνουμε ποιοί έχουν θετικό αντίκτυπο στη ζωή μας, που σημαίνει ότι ένας άνθρωπος μπορεί να θεωρηθεί απώλεια μόνο αν το επιλέξουμε εμείς.

Ανεξαρτήτως συνθηκών, τα πάντα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Ακόμα κι αν δεν φαίνεται εκείνη τη στιγμή, υπάρχει μια εξήγηση ως προς το γιατί ένα συγκεκριμένο άτομο δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή μας.

Μπορεί να νιώσουμε θλίψη, στενοχώρια και απογοήτευση, αλλά κάθε απώλεια μας οδηγεί σε ένα ταξίδι που μας κάνει πιο δυνατούς.

Αν μαζέψουμε τα κομμάτια μας, χαμογελάσουμε και παρηγορηθούμε με το γεγονός ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, θα έχουμε κάνει το πρώτο βήμα στο να νιώθουμε πραγματικά χαρούμενοι κι όταν είμαστε μόνοι μας. Εξάλλου, ποιό είναι το νόημα στο να σπαταλάμε χρόνο και ενέργεια σε ανθρώπους που παραμένουν στάσιμοι;

Αν κάποιος μας προσφέρει εμπειρίες και μας δημιουργεί αναμνήσεις, ίσως αξίζει να του αφιερώσουμε τον χρόνο μας. Αν όμως δεν συμβαίνει αυτό; Δεν πειράζει. Πρέπει να σταματήσουμε να προσπαθούμε και να πιέζουμε τις καταστάσεις επειδή φοβόμαστε να χάσουμε κάποιον. Πρέπει να σταματήσουμε να παραμένουμε προσκολλημένοι σε κάποια πράγματα μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας χωρίς αυτά.

Πρέπει επίσης να σταματήσουμε να ανησυχούμε και να πιστέψουμε ότι τα πράγματα στο τέλος θα πάνε καλά. Αν δεν πάνε καλά, δεν είναι το τέλος.

Αν κάποιος δεν μας φέρεται όπως μας αξίζει, δεν θα πρέπει να αποδεχτούμε τη συμπεριφορά του μόνο και μόνο επειδή έτσι νομίζουμε ότι μας αξίζει. Δεν πρέπει να επαναπαυτούμε.

Οι άνθρωποι έχουν την κακή συνήθεια να πληγώνουν τα πιο κοντινά τους πρόσωπα, αλλά είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε να μην γίνουμε θύματα. Δεν χρειάζεται να βρισκόμαστε σε μια διαρκή κατάσταση άγχους ή ανησυχίας μόνο και μόνο για να μην αμφισβητήσουμε το ένστικτό μας.

Ο οργανισμός μας λαμβάνει δονήσεις και αν βαθιά μέσα μας νιώθουμε ότι κάτι δεν είναι σωστό για μια κατάσταση ή ένα άτομο, πρέπει να δώσουμε προσοχή. Το να ενεργούμε με βάση τη διαίσθησή μας αντί για το συναίσθημα και την πειθώ είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφασίσουμε ποιός θα μείνει και ποιός θα φύγει από τη ζωή μας.

Παρ’ όλο που είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι δεν γίνεται όλοι οι άνθρωποι που μπαίνουν στη ζωή μας θα παραμείνουν κιόλας, ως ανθρώπινα όντα είμαστε διατεθειμένοι για συναντάμε καινούριους ανθρώπους. Είμαστε προγραμματισμένοι να εξερευνούμε, να ανακαλύπτουμε, να εξελισσόμαστε και να μην μας εμποδίζουν οι άνθρωποι που δεν έχουν τις ίδιες ικανότητες με εμάς.

Έτσι, όταν αισθανόμαστε ότι καταρρέουμε, θα πρέπει να θυμηθούμε τον τρόπο που το συγκεκριμένο πρόσωπο μας έκανε να νιώσουμε. Όχι όταν νιώθαμε αφελώς χαρούμενοι, αλλά όταν ήμασταν τρομερά λυπημένοι και μπερδεμένοι.

Η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην είμαστε χαρούμενοι, κι έτσι πρέπει να μάθουμε να κρατάμε κοντά μας όσους ανθρώπους είναι σημαντικοί για μας. Με τους ανθρώπους είτε συμπορευόμαστε είτε απομακρυνόμαστε, κι έτσι αν νιώθουμε ότι κάτι δεν πάει καλά, ίσως είναι καλύτερο να μην ασχοληθούμε άλλο.

Οι άνθρωποι κάποτε θα μετατραπούν σε ξένους και μακρινές αναμνήσεις, αλλά δεν πρέπει ποτέ να νιώθουμε ένοχοι επειδή απομακρύναμε τους τοξικούς ανθρώπους από τη ζωή μας.

Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας βλάπτει με αρνητικά συναισθήματα και αμφιβολίες. Θα έρθει η στιγμή στη ζωή μας που θα έχουμε κουραστεί να αποδεικνύουμε την αξία μας και να διορθώνουμε τις καταστάσεις.

Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε την προσπάθεια, σημαίνει ότι συνειδητοποιούμε ότι μας αξίζουν περισσότερα. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να δώσουμε προτεραιότητα στον εαυτό μας για μια φορά κι όσο πιο γρήγορα συμβεί αυτό, τόσο το καλύτερο.

Εξάλλου δεν μας καθορίζουν οι αποτυχίες μας, αλλά ο τρόπος που θα τις αντιμετωπίσουμε.