Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Όταν λέει ο Χριστός "Εγώ ειμι το φως τού κόσμου" τι καταλαβαίνουμε;

"Εγώ ειμι το φως τού κόσμου". Έτσι είπε Κύριος. Για να δούμε όμως λίγο τι είναι το φως. Το κτιστό φως σύμφωνα με την επιστήμη είναι κύμα, αλλά και σωματίδιο. Έχει δηλαδή διπλή φύση ταυτοχρόνως.
Πώς εργάζεται όμως το φως στον κόσμο; Τι προσφέρει;

Κατ’ αρχήν μας θερμαίνει. Επίσης, συντηρεί τη ζωή στον πλανήτη μέσα από ενέργειες, όπως η φωτοσύνθεση. Με την τελευταία εργάζονται τα φυτά για να υπάρξουν. Τα ζώα τρέφονται από τα φυτά (αλλά και από ζώα) και τέλος ο άνθρωπος τρέφεται με όλα τα παραπάνω. Συνεχίζεται και διατηρείται με άλλα λόγια μια τροφική αλυσίδα που διατηρεί τη ζωή. Ζωογονεί, λοιπόν, το φως.

Έχει το απόλυτο στην ταχύτητα κινήσεώς του. Κινείται με 299.792.458 m/s ή περίπου 300.000km/s στο κενό.
Τι σημαίνει έχει το απόλυτο; Σημαίνει ότι με όση ταχύτητα κι αν κινηθεί κάποιος, αν μπορούσε να δει ένα φωτόνιο θα το "έβλεπε" να κινείται με την ίδια ταχύτητα κάτι που δε συμβαίνει στην καθημερινότητά μας ανάμεσα σε δύο κινητά. Το ένα "βλέπει" το άλλο να κινείται είτε με το άθροισμα, είτε με τη διαφορά των ταχυτήτων τους ανάλογα με το πώς κινούνται πάνω στην ίδια ευθεία.

Μας πληροφορεί ακόμη για το τι υπάρχει γύρω μας. Αυτό το τελευταίο, ενώ είναι κάτι που είναι τόσο αυτονόητο και καθημερινό, που όμως όσο το σκέφτομαι περισσότερο τόσο με συγκλονίζει, και θα εξηγήσω ευθύς αμέσως το γιατί.
Κανείς δε μπορεί να δει το φως. Δε μπορεί να δει κανείς δηλαδή τα φωτόνια τα οποία το αποτελούν. Τα φωτόνια δεν έχουν μάζα. Ενώ δεν μπορεί να δει κάποιος το φως, βλέπει την πληροφορία που μας φέρνει. Τι κάνουν, δηλαδή, τα φωτόνια; Προσπίπτουν πάνω στο τραπέζι για παράδειγμα… και έρχονται στα μάτια και μας «λένε»: «ξέρεις; σε εκείνο το μέρος βρίσκεται ένα τραπέζι.» Είναι δηλαδή οι αόρατοι πληροφοριοδότες. Μας φέρνουν την πληροφορία υπάρξεως του τραπεζιού χωρίς να κάνουν αισθητή τη δική τους παρουσία.

Για να παρακολουθήσουμε λίγο τις παρακάτω σκέψεις:

Ερώτηση: Και πως ξέρω εγώ ότι υπάρχει το φως;
Απάντηση: Μα αφού βλέπεις αυτά που σε περιβάλουν
Ερώτηση: Πως γνωρίζω ότι το φως με πληροφορεί γι αυτά;
Απάντηση: Μα αφού όταν αυτό λείπει δεν τα βλέπεις.
Ερώτηση: Από που προέρχεται το φως;
Απάντηση: Από τον ήλιο
Ερώτηση: Και πού το ξέρω εγώ, αφού δεν το βλέπω;
Απάντηση: Μα όταν υπάρχει ο ήλιος πληροφορείσαι για το περιβάλλον σου, ενώ όταν αυτός λείπει δε βλέπεις (αν δεν υπάρχει φωτεινή πηγή).

Για να παρακολουθήσουμε λίγο μερικές ακόμη σκέψεις:

Ερώτηση: Πώς ξέρω ότι υπάρχει Θεός, αφού δεν τον βλέπω;
Απάντηση: Το ότι υπάρχει φως το καταλαβαίνουμε από τις ενέργειές του και όχι επειδή το βλέπουμε. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το Θεό. Μόνο που εκείνος δεν πληροφορεί το μυαλό μας όπως κάνει το φως, αλλά την ψυχή μας.

Ενώ, λοιπόν, το μυαλό μας το οποίο είναι υλικό και πεπερασμένο, πληροφορείται από κάτι υλικό, που είναι το κτιστό φως, έτσι και ο Θεός ο οποίος είναι άυλος και αιώνιος πληροφορεί και ασχολείται με την ψυχή μας, που και αυτή είναι άυλη και θα ζήσει αιώνια.
Η παρουσία του, λοιπόν, στη ζωή μας θερμαίνει την ψυχή μας, όπως το φως θερμαίνει το σώμα μας. Ενεργεί ζωοποιώντας την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι απόλυτος, όπως η ταχύτητα του φωτός και τέλος πληροφορεί την ψυχή μας για το αληθινό νόημα της ζωής, που δεν είναι άλλο από την επίτευξη του πολυπόθητου «καθ’ ομοίωσιν», όπως το φως μας πληροφορεί για αυτά που μας περιβάλλουν.
Όταν κυκλοφορούμε στο σκοτάδι φοβόμαστε μήπως σκοντάψουμε σε κάτι. Το φως εξαφανίζει τους φόβους αυτούς. Η παρουσία του όντως φωτός στη ζωή μας, του Κυρίου μας, εξαφανίζει κάθε φόβο από μέσα μας και μας καθιστά αληθινά ανδρείους και ελεύθερους. Ο Κύριος ενδιαφέρεται να έχει ο άνθρωπος ισορροπία. Ενδιαφέρεται και για τον υλικό και για τον ψυχοπνευματικό άνθρωπο αντιμετωπίζοντάς τον ως ολότητα. Όμως …

…Μιλάει στην ψυχή μας και όχι στο μυαλό μας.
Γι αυτό και δεν πρέπει να αναζητούμε αποδείξεις που θα απευθύνονται στο νου μας, διότι πολύ απλά δεν θα δοθούν. Και δε θα δοθούν γιατί ο νους μας δεν μπορεί να αντιληφθεί και να συλλάβει το μέγεθος της Θεότητος. Θέλουμε πολλές φορές να δούμε και να ακουμπήσουμε όπως ο Θωμάς για να πειστούμε για κάτι. Θα τολμήσω εδώ να δείξω με συγκεκριμένα επιστημονικά παραδείγματα ότι αυτά που βλέπουμε και αγγίζουμε μπορεί να μας πλανήσουν.

Πρώτον: Έστω ότι ακουμπάμε με το χέρι μας στο πλάι της βιβλιοθήκης μας. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι το χέρι μας δεν απέχει καμία απόσταση από τη βιβλιοθήκη. Ότι, δηλαδή ταυτίζεται η επιφάνεια επαφής του χεριού μας με την επιφάνεια επαφής της βιβλιοθήκης. Η αλήθεια, όμως, είναι άλλη. Το χέρι μας, δηλαδή, έχει φτάσει στη μικρότερη δυνατή απόσταση από τα μόρια της βιβλιοθήκης τα οποία του ασκούν απωστική δύναμη, η οποία δίνει την αίσθηση στον εγκέφαλο ότι δεν μπορούμε να τα πλησιάσουμε άλλο. Ταυτόχρονα τα μάτια μας βλέπουν μηδενική απόσταση μεταξύ των δυο επιφανειών κι έτσι συμπεραίνουμε ότι οι δυο επιφάνειες ταυτίζονται. Στην πραγματικότητα υπάρχει απόσταση μεταξύ του χεριού και της επιφάνειας της βιβλιοθήκης την οποία δεν μπορούμε να αντιληφθούμε. Άλλο, δηλαδή, βλέπουμε κι άλλο συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Δεύτερον: Τοποθετούμε ταυτόχρονα τα δυο μας χέρια το ένα σε νερό 5 βαθμών Κελσίου και το άλλο σε νερό στους 40 βαθμούς Κελσίου.
Τα διατηρούμε για λίγο μέσα σε αυτά και μετά ταυτοχρόνως τα τοποθετούμε σε τρίτο με θερμοκρασία 20 βαθμούς Κελσίου. Το χέρι που προηγουμένως ήταν στους 5 βαθμούς θα αισθανθεί το νερό των 20 C ιδιαίτερα ζεστό, ενώ το άλλο χέρι θα το αισθανθεί μάλλον δροσερό προς κρύο.
Τι από τα δυο ισχύει τελικά με το νερό στο μεσαίο δοχείο;

Παρατηρείται μια φαινομενική σύγχυση. Πρέπει να «ακούσουμε» το θερμόμετρο και όχι το νου μας.

Πώς, λοιπόν, να μιλήσει ο Θεός στο μυαλό μας αφού ούτε βλέπουμε, ούτε αισθανόμαστε την αλήθεια, ούτε …, ούτε … ούτε… για να μην λέμε κι άλλα παραδείγματα. Πώς να μας αποκαλυφθεί όπως είναι; Και γιατί να το κάνει;

Επειδή, λοιπόν, δεν είναι όλοι επιστήμονες, ούτε η επιστήμη σε όλες τις εποχές ήταν στο ίδιο γνωστικό επίπεδο, ο πάνσοφος και πανάγαθος και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός απευθύνεται σε κάτι που δε χρειάζεται επιστημονική γνώση. Κι αυτό που δε χρειάζεται τέτοια γνώση είναι η ψυχή μας.